Η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική αγωγή είναι οι δύο θεραπείες που βοηθούν στην αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών. Οι περισσότεροι άνθρωποι που επισκέπτονται έναν Ψυχολόγο, αντιμετωπίζουν συμπτώματα που μειώνουν τη λειτουργικότητά τους και επιδρούν αρνητικά σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Από τη στιγμή που ο ανθρώπους που υποφέρει, αδυνατεί να υπερβεί τις δυσκολίες αυτές, αναζητά βοήθεια και το ερώτημα που συχνά προκύπτει είναι η επιλογή ανάμεσα σε Ψυχοθεραπεία ή Φαρμακοθεραπεία. Δείτε στο άρθρο μου αυτό, ποιες είναι οι λογικές πίσω από κάθε παρέμβαση.
Η Ψυχοθεραπεία και η Φαρμακοθεραπεία ως διαφορετικές λογικές.
Τα συμπτώματα είναι οι άμεσα παρατηρήσιμες δυσλειτουργίες που προκαλούν επιπτώσεις στις σχέσεις, στις εργασιακές επιδόσεις και στη συνολική λειτουργικότητά μας. Για παράδειγμα, το επίμονο άγχος, οι φοβίες, η κρίση πανικού, τα ψυχοσωματικά προβλήματα, οι αρνητικές και επίμονες σκέψεις, η έντονη και επίμονη απόσυρση, η αίσθηση αβοηθητότητας, τα προβλήματα στη λήψη τροφής και τον ύπνο, η δυσανάλογη βία και οι εκρήξεις θυμού.
Συχνά, οι άνθρωποι είναι αφομοιωμένοι από το σύμπτωμά τους. Αυτό σημαίνει ότι η σκέψη τους στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από αυτό που βιώνουν. Πιστεύουν ότι αν εξαφανιστεί το σύμπτωμα θα επιλυθούν όσα τους ταλαιπωρούν στη ζωή τους.
Στην ψυχοθεραπεία, το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να επιλύσουμε στην πραγματικότητα, είναι ο τρόπος που προσεγγίζουμε και κατανοούμε το σύμπτωμα και όχι το ίδιο το σύμπτωμα. Χρειάζεται να ανακαλύψουμε τη λειτουργία και το νόημά του. Στις περισσότερες θεραπευτικές πρακτικές, το σύμπτωμα δεν θεωρείται το πραγματικό πρόβλημα αλλά η έκφραση μιας άλυτης, ασυνείδητης σύγκρουσης. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι η έκφραση ενός προϋπάρχοντος τραύματος και η κορυφή χρόνιων ψυχοπιεστικών σχέσεων που διατηρούνται στην οικογένεια.
Αντίθετα, στην ψυχιατρική διάγνωση και φαρμακοθεραπεία ,το πρόβλημα είναι το σύμπτωμα το οποίο θεωρείται ότι οφείλεται κυρίως σε βιολογικά αίτια. Έτσι, ο στόχος της ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας είναι να μειώσει την ΄ένταση ή και να διορθώσει το σύμπτωμα χωρίς ωστόσο να υπεισέλθει σε μιας εις βάθος αναζήτησή των αιτιών του. Δηλαδή, οι άνθρωποι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα ζωής αλλά μειώνουν την εκδήλωση πανικού, φοβίας ή ρυθμίζουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, η ανακούφιση του θεραπευόμενου αποτελεί τον αρχικό στόχο και πραγματοποιείται στη φάση της σταθεροποίησης. Ο θεραπευτής βοηθά τον πελάτη του να αποκτήσει μια συνολική εικόνα για ό,τι πραγματικά συμβαίνει, τοποθετώντας το σύμπτωμα στο πλαίσιο της ζωής του. Ταυτόχρονα, παρεμβαίνει ψυχο-εκπαιδευτικά για να προφέρει τρόπους διαχείρισης σκέψεων και συναισθημάτων και να συμβάλλει στην ανάπτυξη ορίων που θα προστατεύσουν τόσο τον θεραπευόμενο όσο και την ίδια τη θεραπευτική πράξη. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, το σύμπτωμα μειώνεται σε μεγάλο βαθμό και σταδιακά ελαχιστοποιείται. Ο θεραπευόμενος ενδυναμώνεται ώστε να αναγνωρίσει με θάρρος και αυθεντικότητα το πραγματικό πρόβλημα και να εισέλθει στο κύριο μέρος της θεραπείας του.
Η ανάγκη για άμεση ανακούφιση από το πρόβλημα
Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς υποφέρουν, αποζητούν άμεση λύση η οποία ωστόσο δεν μπορεί να υπάρξει. Η ψυχοθεραπεία θα φέρει αποτελέσματα σύντομα, ωστόσο η πρώτη σταθεροποιητική παρέμβαση απαιτεί τέσσερις έως δέκα εβδομάδες αναλόγως της έντασης, της διάρκειας και των επιπτώσεων του συμπτώματος. Η ψυχική υγεία χρειάζεται χρόνο, και ο χρόνος της θεραπείας δεν είναι ίδιος με τον χρόνο της κοινωνίας.
Η φαρμακευτική αγωγή, εστιασμένη στο σύμπτωμα λειτουργεί κατά προσέγγιση εντός δύο έως τεσσάρων εβδομάδων μέχρι ο ασθενής να νιώσει την πρώτη ανακούφιση. Εξαρτάται από το ίδιο το πρόβλημα, την ένταση και την επιλογή της θεραπείας. Η φαρμακευτική αγωγή εξελίσσεται σταδιακά αλλάζοντας τη δοσολογία. Διαρκεί από έξι μήνες έως και σε κάποιες περιπτώσεις, δια βίου. Αρκετές φορές υπάρχουν παρενέργειες στη λήψη τροφής, τον μεταβολισμό, στο γαστρεντορολογικό σύστημα, την ερωτική διάθεση ή στο ορμονολογικό προφίλ οι οποίες παρακολουθούνται και ελέγχονται με τη βοήθεια του ψυχιάτρου. Ωστόσο, περισσότερο επικρατεί ο φόβος για τις παρενέργειες που έχουν κυρίως τα αντιψυσωσικά φάρμακα, και το στίγμα της ψυχικής νόσου.
Πώς επιλέγουμε ανάμεσα στην Ψυχοθεραπεία και την Φαρμακοθεραπεία;
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου γίνεται κατάχρηση των σκευασμάτων, περιπτώσεις που ενώ υπάρχει ανάγκη, ο θεραπευόμενος αποφεύγει την φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν περιπτώσεις που ενώ υπάρχει ανάγκη για ψυχοθεραπεία, οι άνθρωποι επιλέγουν αποκλειστικά την φαρμακευτική αγωγή αποφεύγοντας να ανοίξουν τα σημαντικά θέματα της ζωής τους.
Η επιλογή ανάμεσα στις δύο παρεμβάσεις δεν μπορεί να ακολουθεί προσωπικές ή κοινωνικές αντιλήψεις αλλά την ορθή, επιστημονική αξιολόγηση. Φαρμακοθεραπεία και ψυχοθεραπεία, συχνά λειτουργούν συμπληρωματικά, όπου αυτό απαιτείται. Υπηρετούν δύο διαφορετικά μονοπάτια, δύο παράλληλους στόχους που καταλήγουν στον ίδιο σκοπό, τη θεραπεία και ανακούφιση του ανθρώπου που υποφέρει. Αυτό σημαίνει ότι Ψυχολόγος και Ψυχίατρος οφείλουν να συνεργάζονται αρμονικά για την συνθετική κατανόηση του προβλήματος και την επίτευξη του κοινού σκοπού.
Τα συμπτώματα που ταλαιπωρούν συνδέονται με προβλήματα ζωής και πτυχές της προσωπικότητάς μας που πρέπει να τεθούν στην επεξεργασία της ψυχοθεραπείας ώστε να παύσουν να παράγουν τα αρνητικά τους αποτελέσματα. Η αποκλειστική χρήση ψυχοφαρμάκων και αδιαφορία για το πλαίσιο που εκδηλώνεται το σύμπτωμα, διαμορφώνει μια χρόνια κατάσταση και το θεραπευτικό πλάνο περιλαμβάνει αυξομειώσεις της δοσολογίας.
Ο επαγγελματίας Ψυχολόγος που θα υποδεχτεί έναν άνθρωπο, ασκώντας την πρακτική του σύμφωνα με τα επιστημονικά κριτήρια και τη δεοντολογία, θα αξιολογήσει το αίτημα του θεραπευόμενου και αν απαιτείται, θα αιτηθεί την συμβολή ενός Ψυχιάτρου. Η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι πάντοτε αποδεκτή από έναν θεραπευόμενο αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, είναι αναγκαία.
Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον Ψυχολόγο σας για μια πρώτη αξιολόγηση.